παντόπωλις

παντόπωλις
παντό-πωλις, , Trödlerin

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παντοπώλις — ιδος, και παντοπώλισσα, η, ΝΑ βλ. παντοπώλης …   Dictionary of Greek

  • παντοπώλιδος — παντόπωλις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοπώλης — ο, θηλ. παντοπώλις και παντοπώλισσα / Α και πανταπώλης, θηλ. παντόπωλις, ιδος, ΝΜΑ αυτός που πωλεί κάθε είδους πράγματα, ιδίως τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο πώλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”